излучать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

излучать - translation to πορτογαλικά


излучать      
irradiar , emitir , radiar
irradiar      
- излучать;
- облучать
irradiar      
излучать, облучать

Ορισμός

излучать
несов. перех.
1) Испускать, выделять энергию (световую, тепловую или звуковую).
2) а) перен. Светиться, сиять, выражая какое-л. чувство (о глазах).
б) Проявлять, обнаруживать какое-л. качество, свойство и т.п.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για излучать
1. Но пока футбольные боссы стараются излучать спокойствие.
2. - Надо излучать позитивную энергию, ходить и улыбаться.
3. А ночью стражи порядка будут еще излучать сияние, как светлячки.
4. Следует и самому излучать положительную энергию, и поддерживать остальных.
5. Например, все физики мира считали, что электрон, вращаясь, должен излучать.